κρημνηγορώ

κρημνηγορώ
κρημνηγορῶ, -έω (Α)
μιλώ με απότομο και τραχύ τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ηγορώ (< -ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ-ηγορώ, χρησμ-ηγορώ. Το -η- (αντί -α-) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κρημνοκοπώ — κρημνοκοπῶ, έω (Α) κρημνηγορώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + κοπῶ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δενδρο κοπώ, δημο κοπώ] …   Dictionary of Greek

  • κρημνολεκτώ — κρημνολεκτῶ, έω (Α) κρημνηγορώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + λεκτῶ (< λεκτός < λέγω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”