- κρημνηγορώ
- κρημνηγορῶ, -έω (Α)μιλώ με απότομο και τραχύ τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρημνός + -ηγορώ (< -ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ-ηγορώ, χρησμ-ηγορώ. Το -η- (αντί -α-) οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.